πάνθηρας

πάνθηρας
ο
(ζωολ.), αρπαχτικό θηλαστικό που μοιάζει με τη λεοπάρδαλη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πάνθηρας — Βλ. λ. λεοπάρδαλη. * * * ο / πάνθηρ, ος, ΝΑ είδος σαρκοφάγων θηλαστικών με χρώμα καστανοκίτρινο και με μαύρες κηλίδες σε κύκλους ποικίλου μεγέθους, το οποίο, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στο γένος Panthera τής… …   Dictionary of Greek

  • πάνθηρας — πάνθηρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PANTHER — Graece Πανθὴρ, Poetis pro Panthera, quasi Πανὸς θὴρ Panis fera, quia in deliciis Pani et Baccho, ut lynces et tigres: unde in scenis Veter. versatilibus semper ante Bacchi pedes, et inter satyricas vestes pantherina quoque pellis Polluci… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λεοπάρδαλη — Κοινή ονομασία του θηλαστικού Panthera pardus, της οικογένειας των αιλουροειδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Στη νεότερη συστηματική ταξινόμηση ο όρος πάνθηρας δηλώνει γένος διαφόρων ειδών αιλουροειδών, τα οποία παλαιότερα περιλαμβάνονταν στο γένος …   Dictionary of Greek

  • Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

  • θως — ο, η (Α θώς, γεν. θωός, ὁ, ἡ) νεοελλ. ζωολ. θηλαστικό σαρκοφάγο τής οικογένειας τών κυνιδών, τσακάλι αρχ. 1. θηλαστικό σαρκοφάγο ζώο, πιθ. το τσακάλι 2. κυνηγετικό σκυλί (Οππ.) 3. πάνθηρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται συγγένεια του με το… …   Dictionary of Greek

  • κροκοδιλοπάρδαλις — κροκοδιλοπάρδαλις, άλεως, ἡ (Α) ονομασία μυθικού ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + πάρδαλις «λεοπάρδαλις, πάνθηρας»] …   Dictionary of Greek

  • λεόπαρδος — ο (AM λεόπαρδος) η λεοπάρδαλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέων + πάρδος είναι εμφανής η επίδραση του λατ. leopardus (pardus «αρσενικός πάνθηρας»), αφού η συνήθης μορφή με την οποία εμφανίζεται ο τ. λέων ως α συνθετικό είναι λεοντο και όχι λεο , ο δε τ. πάρδος …   Dictionary of Greek

  • πανθηρίς — ίδος, ἡ, Α [πάνθηρ] θηλυκός πάνθηρας …   Dictionary of Greek

  • πανθηρίσκος — ὁ, Α [πάνθηρ] μικρός πάνθηρας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”